Η Ομοσπονδία Νέων Ευρωπαίων Πράσινων στο COP21: Ας... προσπαθήσουμε;



Το μεγαλύτερο εγχείρημα εκτός Νέας Υόρκης που έχει διοργανωθεί ποτέ από τα Ηνωμένα Έθνη έχει ξεκινήσει. Πρόκειται για την 21η Συνδιάσκεψη των Συμβαλλομένων Μερών (COP21) της Σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC), γνωστή και ως κλιματικές διαπραγματεύσεις των Ηνωμένων Εθνών.

Αυτή η διοργάνωση αφορά το παρελθόν, το παρόν, αλλά κυρίως το μέλλον μας και #itsourfuckingfuture! Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, θα είναι καθοριστικό για το μέλλον μας και οι περίπου 150 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων που αναμένεται να παρευρεθούν τις επόμενες δύο εβδομάδες το αποδεικνύουν. Το ίδιο και οι 120.000 αναφορές του #COP21 την προηγούμενη της έναρξης των διαπραγματεύσεων στο Twitter.

Καθώς οι κλιματικές αυτές διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν συχνά να καταρτίσουν φιλόδοξες πολιτικές, η χρησιμότητά τους αμφισβητείται ορισμένες φορές. Οι πιθανότητες να επιβραδυνθεί η κλιματική κρίση είναι τουλάχιστον τόσες όσες και το να «τηγανίσουμε» τον πλανήτη. Ποια είναι τα μεγάλα ζητήματα που βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Συνδιάσκεψης του Παρισιού;

Κατ' αρχάς, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως «-το- ζήτημα». Η κλιματική πολιτική δεν περιορίζεται πια μόνο στη θέσπιση στόχων για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Υπάρχει άλλος ένας πυλώνας, η «προσαρμογή», που αφορά την αντιμετώπιση των συνεπειών της Κλιματικής Αλλαγής. Ποια είναι λοιπόν τα κύρια θέματα που υπάρχουν στο τραπέζι; Μια λεπτομερέστερη επισκόπηση υπάρχει στην αναφορά της αντιπροσωπείας της ΟΝΕΠ (Ομοσπονδία Νέων Ευρωπαίων Πράσινων) σχετικά με το COP21.


Το πρώτο κύριο ζήτημα είναι η διαφοροποίηση. Στο ιδρυτικό κείμενο του UNFCCC έχει διατυπωθεί μία αρχή: κοινή αλλά διαφοροποιημένη ευθύνη για την Κλιματική Αλλαγή. Η γενικόλογη αυτή διατύπωση έχει αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας. Τη δεκαετία του '90, η διαφοροποίηση μεταξύ χωρών του Παγκόσμιου Βορρά και του Παγκόσμιου Νότου θεωρούταν ο σωστός δρόμος. Όμως, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα δε σταμάτησαν να αυξάνονται. Μάλιστα, οι εκπομπές κατ' απόλυτο αριθμό πολλαπλασιάζονταν όσο οι χώρες του Παγκόσμιου Νότου εκβιομηχανίζονταν. Λόγω του ότι δεν ήταν πλέον μόνο ο Παγκόσμιος Βορράς που είχε εκπομπές, ζήτησαν μια εκ νέου ερμηνεία αυτής της αρχής. Βλέπουμε ότι με την αποδυνάμωση αυτής της αρχής -η οποία αποσκοπεί κυρίως στο να εκφέρει την ιστορική ευθύνη του Παγκόσμιου Βορρά – υπονομεύουν μια φιλόδοξη πολιτική για το κλίμα.


Το δεύτερο ζήτημα είναι η συζήτηση για το λεγόμενο «μηχανισμό φιλοδοξίας». Αυτός ο μηχανισμός φιλοδοξίας διασφαλίζει ότι τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα υψώσουν πραγματικά τις φιλοδοξίες τους τα επόμενα χρόνια. Αυτό θα διασφαλιστεί από διαφορετικά στοιχεία. Το πρώτο είναι η διάρκεια των εισφορών που θα γίνουν για την κλιματική κρίση και το δεύτερο είναι το πως θα συγκεντρωθούν αυτές οι συνεισφορές: επιτρέπεται χώρες να κάνουν πίσω στις εισφορές τους; Αν οι προβλεπόμενες εισφορές δεν επαρκούν, πώς θα μπορούσε να συμπληρωθεί το χρηματοδοτικό κενό που υπάρχει για την πλήρωση αυτού του μηχανισμού;


Το τρίτο ζήτημα είναι ένας μακροπρόθεσμος στόχος. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη της Κλιματικής Συνδιάσκεψης χρειάζεται να αποφασίσουν ποιος θα είναι ο στόχος τους. Αρχικά ήταν η «σταθεροποίηση της συγκέντρωσης αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα σε επίπεδα που θα μπορούσαν να αποτρέψουν επικίνδυνη ανθρωπογενή παρέμβαση στο κλιματικό σύστημα». Το 2010, τα κράτη αποφάσισαν τελικά να τον καταστήσουν επιχειρησιακά αξιοποιήσιμο με τον στόχο των 2 °C. Τώρα οι συζητήσεις είναι πολύ ευρείες. Ένας μακροπρόθεσμος στόχος έχει τρία συστατικά: ορίζει τι πρέπει να μειωθεί, κατά πόσο θα πρέπει να μειωθεί, και μέχρι πότε. Διάφορες επιλογές είναι διαθέσιμες αυτή τη στιγμή, από τις μηδενικές εκπομπές και την πλήρη εγκατάλειψη του άνθρακα έως μια σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων ή τη μείωση των εκπομπών. Τα πιο συχνά αναφερόμενα έτη-στόχοι είναι το 2050 και το 2100.


Το τέταρτο ζήτημα είναι ένα ακόμη που μπορεί να οδηγήσει τις διαπραγματεύσεις σε ναυάγιο: η χρηματοδότηση. Το 2009 και το 2010, ο Παγκόσμιος Βορράς υποσχέθηκε να παρέχει 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στον Παγκόσμιο Νότο από το 2020 και μετά. Ουσιαστικά, χωρίς χρηματοδότηση δεν υπάρχει συμφωνία και το ερώτημα που παραμένει είναι το πώς μπορούν να συγκεντρωθούν αυτά τα χρήματα. Για παράδειγμα, η Κίνα δήλωσε πρόσφατα ότι μπορεί και εκείνη να παρέχει χρηματοδότηση για το κλίμα. Η διαφοροποίηση των παραπάνω ποσών θα πρέπει επίσης να διασφαλιστεί - δεν θα πρέπει να αφαιρεθούν από πακέτα επίσημης αναπτυξιακής βοήθειας. Επιπλέον, το ύψος και το μείγμα δημόσιων και ιδιωτικών πόρων δεν έχει ακόμα εξασφαλιστεί.


Το τελευταίο ζήτημα είναι συναισθηματικής φύσεως - απώλειες και ζημιές. Πρόκειται για επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης όπου η προσαρμογή δεν είναι δυνατή πια. Το ερώτημα είναι αν εντάσσονται στον πυλώνα προσαρμογής - κάτι που πολλές χώρες του Βορρά υποστηρίζουν. Ο κύριος λόγος είναι ο φόβος τους να ανοίξει η συζήτηση για αμφισβήτηση των αποζημιώσεων λόγω απωλειών και ζημιών, κάτι που ο Παγκόσμιος Βορράς δεν επιθυμεί λόγω του κόστους και του βάρους της ευθύνης. Επομένως, υπάρχουν δύο στάσεις: ο διαχωρισμός των ζημιών από τον πυλώνα προσαρμογής ή η ένταξή τους.

Τέλος, το Παρίσι είναι απρόβλεπτο. Αλλά υπάρχει ανάγκη να είμαστε ηχηροί και ξεκάθαροι: η κλιματική δικαιοσύνη δεν είναι επιλογή, είναι αναγκαιότητα.




Ολόκληρο το κείμενο στην αγγλική εδώ
Φωτογραφία από Takver / CC BY-SA 2.0

Περί δικαιωμάτων και συμφώνου



*γράφει ο Ηλίας Λουκόπουλους – Κούτσης


«Όπως οφείλει να εκτελεί κανείς το εκάστοτε καθήκον του, έτσι έχει χρέος να υπερασπίζεται τα δικαιώματά του» μας ενημερώνει ο κ. Θεοδόσης Πελεγρίνης στο «Λεξικό της φιλοσοφίας», ενώ ο κ. Δημήτριος Διαμαντόπουλος στο «Σύγχρονο λεξικό των βασικών εννοιών» συμπληρώνει πως δικαίωμα είναι η «Απαίτηση που απορρέει από τον ορθό λόγο ή το νόμο. Σύνολο απαιτήσεων που απορρέουν από την ανθρώπινη ιδιότητα, ανεξάρτητα από εθνότητα, φυλή, γλώσσα και θρήσκευμα». Εάν σε αυτά προσθέσουμε και το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, πιστεύω πως μπορούμε να πούμε πως έχουμε έναν πλήρη ορισμό του «δικαιώματος».

Γιατί όμως στις μέρες μας είναι τόσο δύσκολο και περίπλοκο να μιλάμε για δικαιώματα; Γιατί τα αντιμετωπίζουμε ως κάτι τρομακτικό και επικίνδυνο, ενώ στην ουσία τους είναι κάτι φυσικό και αυτονόητο το οποίο απορρέει όχι μόνο από τον ορθό λόγο, αλλά και από την κοινή λογική; Και τέλος, γιατί μας φοβίζει τόσο πολύ η διεκδίκησή τους; Η θεωρία είναι κατά βάση απλή. Όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα και ίση μεταχείριση και δεν θα πρέπει να υπάρχουν κοινωνίες δύο ή και τριών ταχυτήτων. Όταν τα δικαιώματα αυτά καταπατώνται, θα πρέπει θα πρέπει να τα διεκδικούμε και να τα υπερασπιζόμαστε όχι μόνο η άμεσα ενδιαφερόμενη ομάδα, αλλά το σύνολο του πληθυσμού. Αφού λοιπόν έχουμε κάτι τόσο λογικό, τι είναι αυτό που το μετατρέπει σε κάτι φοβερό, δύσκολο και κατά πολλούς παράλογο;

«Τα ανθρώπινα δικαιώματα, ήγουν τα δικαιώματα που πηγάζουν από τη φύση του ανθρώπου και ισχύουν ανεξάρτητα από τους θεσμούς και τους νόμους οι οποίοι υφίστανται στα διάφορα κράτη. […] Εκτός, όμως, από τις αναφερθείσες παραπάνω περιπτώσεις δικαιωμάτων υπάρχουν άλλες, επίσης, κατηγορίες δικαιωμάτων, όπως […] τα αναφαίρετα δικαιώματα, δικαιώματα δηλαδή, τα οποία είναι απαραίτητα για τον άνθρωπο ως μέλος του πολιτισμένου κόσμου» (Θεοδόσης Ν. Πελεγρίνης, «Λεξικό της φιλοσοφίας», εκδ.: πεδίο).

Για αυτά λοιπόν τα ανθρώπινα δικαιώματα αγωνίζεται και η εγχώρια ΛΟΑΤ+ κοινότητα. Δικαιώματα φυσικά, λογικά, αυτονόητα και αναφαίρετα, τα οποία όμως για πολλές δεκαετίες καταπατώνται και δεν αναγνωρίζονται. Η ελληνική πολιτεία για δεκάδες χρόνια επιμένει να δημιουργεί κοινωνία πολλαπλών και άνισων ταχυτήτων, απαιτώντας όμως από την ίδια κοινωνία ίσες υποχρεώσεις. Αυτό έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει. Αυτές τις ημέρες βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση η πρώτη προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης στην ιστορία της, για μείωση της ανισότητας των πολλαπλών ταχυτήτων. Το διευρυμένο σύμφωνο συμβίωσης. Ένα σχέδιο με πολλά κενά, το οποίο όμως αποτελεί ένα εξαιρετικό πρώτο βήμα. Ένα βήμα ισότητας που έπρεπε να έχει γίνει από καιρό.

Παρ’ όλα ταύτα, καλό θα ήταν να γίνουν τρεις βασικές επισημάνσεις, η βελτίωση των οποίων θα μπορούσε να καλύψει κάποια κενά:

1) Κατάργηση του άρθρου 347 του ποινικού κώδικα, το οποίο αναφέρεται σε παρά φύση ασέλγεια. Δεν είναι δυνατόν να διευρύνεται το σύμφωνο συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια και να υπάρχει νόμος που να ονομάζει παρά φύση την ύπαρξη των ανθρώπων που θα συνάψουν σύμφωνο.

2) Αναφέρεται στο παρόν σχέδιο η δέσμευση του υπουργείου εργασίας για εφαρμογή ίσων ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Όμως η απλή αναφορά έκδοσης σε μελλοντικό χρόνο ενός προεδρικού διατάγματος ΔΕΝ εξασφαλίζει ότι θα πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες ενέργειες ή ότι θα πραγματοποιηθούν δίκαια προς τα ομόφυλα ζευγάρια.

3) Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρη αναφορά στη διαδικασία την οποία θα ακολουθούν τα ληξιαρχεία για το άνοιγμα οικογενειακής μερίδας, και αυτό για να μην υπάρξουν περιπλοκές όταν έρθει η ώρα να διευθετηθούν ζητήματα κληρονομιάς, σύνταξης, μετακίνησης κ.ο.κ.

Δυστυχώς από το σχέδιο αυτό αποκλείονται οι τρανς* άνθρωποι και δεν γίνονται οι απαραίτητες προβλέψεις για τεκνοθεσία. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί όμως κάτι αυτονόητο. Τα δικαιώματα των τρανς* ανθρώπων και των ομόφυλων οικογενειών δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως κάτι ουτοπικό, έξω από την πραγματικότητα και ελάσσονος σημασίας. Τρανς* άνθρωποι και ομόφυλες οικογένειες υπάρχουν παντού γύρω μας. Δεν αποτελούν επιστημονική φαντασία. Επομένως, η διεκδίκηση δεν τελειώνει επουδενί εδώ. Το Υπουργείο δικαιοσύνης έχει δεσμευτεί για νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου και για αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου. Μένει να δούμε την φερεγγυότητα των δεσμεύσεων αυτών.

Μέσα από την εμπειρία επί των διαβουλεύσεων για το σύμφωνο συμβίωσης και τον ακτιβισμό μπορεί κανείς να δει ξεκάθαρα το πρόταγμα των πραγματικά ελεύθερων ανθρώπων: δεν σταματάμε ν' αγωνιζόμαστε μέχρις ότου τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων να γίνουν πλήρως σεβαστά, σε μια κοινωνία όπου όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο χωρίς αστερίσκους και αν. Ας φροντίσουμε όλοι, αυτή η ιστορική στιγμή ισότητας, να γίνει διαρκής λάμψη και όχι ένα απλό πυροτέχνημα.