της Delfina Rossi
Αύξηση της ανεργίας στους νέους, περικοπές στις κοινωνικές υπηρεσίες, αναδιάρθρωση του συστήματος συνταξιοδότησης, εξώσεις από σπίτια, μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, χρέος για τις μελλοντικές γενιές, ιδιωτικοποίηση δημοσίων υπηρεσιών, γενικές απεργίες και καταλήψεις με αίτημα την πραγματική δημοκρατία. Είναι σαφές ότι η τρέχουσα κρίση εξοφλείται μέσω κοινωνικής υποτίμησης και της καταστροφής του κοινωνικού κράτους. Οι τάξεις με χαμηλά εισοδήματα και οι πλέον ευπαθείς ομάδες της κοινωνίας μας καταβάλλουν το υψηλότερο τίμημα. Ωστόσο, είναι άραγε τα προγράμματα προσαρμογής ο μόνος τρόπος ικανοποίησης των αχόρταγων χρηματοοικονομικών αγορών;
Μετά τη διάσωση των τραπεζών και την αναπόφευκτη «παγίδα ρευστότητας», το δημόσιο χρέος άρχισε να αυξάνεται και οι χρηματοοικονομικές αγορές εξακολουθούν να αντιδρούν αρνητικά. Οι Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις επανήλθαν στο νεοφιλελεύθερο παραλογισμό: το ιδιωτικό χρέος θα κοινωνικοποιηθεί, το δημόσιο χρέος θα αποπληρωθεί από όλους, πράγμα που σημαίνει ότι η λύση είναι η λιτότητα και μόνο η λιτότητα. Όπως είπε ο κ. Barroso, «Δεν υπάρχει σχέδιο β’», που θυμίζει το σύνθημα στην αρχή της νεοφιλελεύθερης επανάστασης από τη Θάτσερ και τον Ρήγκαν: «Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» (“There is no alternative”).
Βιώνουμε συνδυαστικά χρηματοπιστωτική, οικονομική και κοινωνική κρίση, που προκάλεσε μια βαθιά ευρωπαϊκή κρίση εμπιστοσύνης. Η πολιτική εμπιστοσύνη έχει εκλείψει σε χώρες που πλήττονται από μέτρα λιτότητας και στις χώρες που πληρώνουν για τις διασώσεις. Ο λόγος είναι ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποφάσισαν να ακολουθήσουν το δόγμα της Λιτότητας, το οποίο ιστορικά προώθησαν τα θεσμικά όργανα της Συμφωνίας του Bretton Woods, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Μάλιστα, μέχρι τούδε οι νεοφιλελεύθεροι κερδίζουν τον ιδεολογικό αγώνα. Για να δικαιολογήσουν τις δραματικές περικοπές τους, επέβαλαν την ιδέα ότι «Ένα έθνος –όλοι, φτωχοί και πλούσιοι– που ζούσε πέραν των δυνατοτήτων του πρέπει να υπομείνει σκληρές θυσίες σήμερα για να αφήσει ένα καλύτερο μέλλον στις επόμενες γενιές του».
Η κρίση του ευρώ, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αποτελεί σαφές παράδειγμα του πώς δεν μπορούν να λειτουργήσουν οι νομισματικές ενώσεις χωρίς πραγματική οικονομική σύγκλιση και κοινή οικονομική πολιτική. Με άλλα λόγια, κάθε νομισματική ένωση (ή σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών) δημιουργεί εξ ορισμού ανισορροπίες και δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς έναν θεσμοποιημένο μηχανισμό για τη μεταφορά πλεονασμάτων προς ελλειμματικές περιφέρειες ή χώρες. Αυτό το είχε ήδη πει ο Κέϋνς κατά τη Διάσκεψη του Bretton Woods.
Η Ευρωζώνη, συνολικά, αντίθετα με τις ΗΠΑ, δεν έχει κανένα πρόβλημα χρέους: μόλις με το 1,8% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, εύκολα θα μπορούσαμε να πληρώσουμε το ελληνικό δημόσιο χρέος. Η Ιταλία και η Ισπανία πλήττονται από προβλήματα ιδιωτικού χρέους και έλλειψη ρευστότητας. Τα ευρωπαϊκά προβλήματα είναι διαχειρίσιμα. Δεν είναι πρόβλημα μεγέθους, αλλά κανόνων παιχνιδιού. Θα πρέπει να αναδιαρθρωθούν η ευρωζώνη και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Για να σωθεί το ευρώ και οι Ευρωπαίοι, χρειαζόμαστε πολιτική βούληση. Μάλιστα, υπάρχει σχέδιο Β στη Λιτότητα. Χωρίς να γινόμαστε ουτοπικοί, χωρίς να επανεφεύρουμε τον τροχό, μπορούμε να ανατρέξουμε σε προηγούμενες νομισματικές κρίσεις και ενδεχομένως η εμπειρία της Αργεντινής το 2001 μπορεί να μας δώσει μερικές ιδέες.
Κι όμως τότε χόρεψαν!
Η Αργεντινή αντιμετώπισε σοβαρή ύφεση από τα μέσα του 1998 έως τα τέλη του 2001. Το 1991, η χώρα ενέκρινε ένα Σχέδιο Μετατρεψιμότητας και θέσπισε ένα νομισματικό καλάθι, όπου συνέδεσε το πέσο Αργεντινής με το δολάριο ΗΠΑ, σε ισοτιμία ένα προς ένα· επρόκειτο για ένα ακραίο μέτρο για να σταματήσει τον υπερπληθωρισμό στην Αργεντινή. Αυτή η τεχνητή ισοτιμία απαιτούσε περιορισμούς στη δημοσιονομική πολιτική και πλήρη απεμπόληση της νομισματικής πολιτικής. Στα τέλη του ΄90, το συνδεδεμένο πέσο σε συνδυασμό με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, υπό την αιγίδα της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον, προκάλεσε ένα εκρηκτικό μείγμα για μια τεράστια κρίση.
Μια τραπεζική κρίση διαβρώνει το μεγαλύτερο μέρος από ή και όλα τα κεφάλαια των τραπεζών· μια διπλή κρίση συνίσταται τόσο σε τραπεζική όσο και σε νομισματική κρίση (αναγκαστική αλλαγή ισοτιμίας, εγκατάλειψη της συνδεδεμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, ή διεθνής διάσωση για ολόκληρη την περιοχή). Τον Δεκέμβριο του 2001 ανακύπτουν η κρίση και η κοινωνική σύγκρουση, η δε κυβέρνηση εφάρμοσε το πολύ γνωστό αργεντίνικο “corralito”, την αναστολή δηλαδή της μετατρεψιμότητας των τραπεζών. Η Αργεντινή υφίστατο το 2001 μια διπλή κρίση.
Η σταθερή ισοτιμία συνεπαγόταν αδυναμία αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας χωρίς αντίστοιχη αύξηση των διεθνών αποθεματικών. Αφ’ ης στιγμής εξαντλήθηκαν τα ξένα κεφάλαια, το Σχέδιο Μετατρεψιμότητας συν την αφερεγγυότητα της κυβέρνησης, κατέστησαν αδύνατο για τη χώρα να δανείζεται στις διεθνείς αγορές ή από διεθνείς θεσμούς. Παρά ταύτα, δεδομένου του μεγέθους του εξωτερικού δημόσιου χρέους, το ΔΝΤ συνέχισε την επιβολή μέτρων λιτότητας και συστάσεων που ήταν το ίδιο κάκιστα όσο και σήμερα για την Ευρώπη.
Τον Δεκέμβριο του 2001, εν μέσω πολιτικής αστάθειας, η Αργεντινή κήρυξε αδυναμία αποπληρωμής του χρέους της και λίγες βδομάδες μετά εγκατέλειψε το «Σύμφωνο Μετατρεψιμότητας». Η στάση πληρωμών και η υποτίμηση επέφεραν μια βαθιά οικονομική ύφεση.
Στην έκθεσή του, το 2003, το ΔΝΤ εξηγεί ότι στην Αργεντινή «από τα τέλη του 2001, τόσο η οικονομία όσο και τα δημόσια οικονομικά βρίσκονταν σε βαθιά κρίση, η βιομηχανική παραγωγή έπεσε κατά 18%, οι κατασκευές κατά 36%, οι δε εισαγωγές μειώθηκαν πλέον του 50% , η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε συνολικό έλλειμμα 4,5% επί του ΑΕΠ το 2001».
Ποια είναι όμως τα καλά νέα; Όπως αναφέρεται σε κείμενο εργασίας του CEPR (Κέντρο Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής) του 2011, η Αργεντινή κατέρριψε τον «λαϊκό μύθο ότι οι υφέσεις που προκαλούνται από χρηματοπιστωτικές κρίσεις οδηγούν κατ’ ανάγκη σε αργή και οδυνηρή ανάκαμψη», διότι η χώρα «χρειάστηκε μόλις ένα τετράμηνο μετά τη στάση πληρωμών για να εισέλθει σε τροχιά ταχείας και σταθερής ανάκαμψης», που ανερχόταν σε 94% του ΑΕΠ για τα έτη 2002-2011.
Και δεν επρόκειτο μόνο για την παραγωγή σόγιας. Η ανάκαμψη ξεκίνησε νωρίτερα και βασίστηκε σε μια τεράστια στάση πληρωμών, για να μειωθεί το χρέος της χώρας και να τονωθεί η ιδιωτική κατανάλωση και οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου στη χώρα. Μάλιστα, δεν υπήρξε καμία βοήθεια από διεθνείς δανειοδοτικούς θεσμούς. Η κυβέρνηση της Αργεντινής, χωρίς να εφαρμόσει ορθόδοξα οικονομικά, μειώνει τη φτώχεια και την ακραία φτώχεια από το 45,5% και το 29,2% αντίστοιχα το 2001 στο 14,3% και στο 6,6% το 2010, εφαρμόζοντας αποδοτικά κοινωνικά σχέδια και μειώνοντας τις εισοδηματικές ανισότητες. Η Αργεντινή κατάφερε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να υλοποιήσει υγειονομικά προγράμματα, καθώς και να εδραιώσει το δημοκρατικό σύστημα.
Υπάρχουν δύο βασικά εργαλεία που επέτρεψαν στην Αργεντινή να επιτύχει μεγέθυνση και να ανακτήσει σταθερότητα. Το πρώτο είναι η κυριαρχία επί της νομισματικής της πολιτικής. Όντως, υπάρχει πληθωρισμός, αλλά σε πραγματικούς όρους, η αγοραστική δύναμη των μικρομεσαίων εισοδηματικών τάξεων αυξήθηκε, ενώ δημιουργήθηκαν θέσεις εργασίας. Το δεύτερο στοιχείο είναι ο έλεγχος των κεφαλαίων. Η Αργεντινή γνωρίζει ότι πρέπει να ελέγχει τις ροές κεφαλαίου για να διατηρηθεί η συναλλαγματική ισοτιμία του πέσο και να αποφευχθεί η αφαίμαξη των διεθνών συναλλαγματικών αποθεμάτων της Αργεντινής.
Μπορεί η Ελλάδα να χορέψει τανγκό;
Στη διάρκεια των διασώσεων, η Τρόικα (ΕΚΤ, ΔΝΤ, Ε. Επιτροπή) επωφελήθηκαν επιβάλλοντας επιτόκιο 4-5%, ενώ με τη σειρά τους δανείζονταν αυτά τα χρήματα στις αγορές με 2%. Μετά τη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης, της 26ης Οκτωβρίου, με ένα εθελούσιο και ανεπαρκές «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, καθώς και την αποτυχημένη πρόταση δημοψηφίσματος του κ. Παπανδρέου, η Ελλάδα αναμένει να δει τι θα πράξει η κα Μέρκελ με το ευρώ. Αλλά η Ελλάδα δεν είναι μόνη.
Τούτου λεχθέντος, τι μπορεί να πράξει τώρα η Ελλάδα; Θεωρητικά, τρεις εναλλακτικές επιλογές. Πρώτον, η Ελλάδα μπορεί να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη. Δεύτερον, η Ευρωζώνη μπορεί να διαλυθεί. Τρίτον, η Μέρκελ και τα κράτη μέλη της ΕΕ μπορούν να αλλάξουν ριζικά τα θεσμικά όργανα της ευρωζώνης και να δημιουργήσουν μια πραγματική οικονομική διακυβέρνηση.
Ο πολιτικός και οικονομικός συμβιβασμός σε μια νομισματική ένωση είναι πολύ υψηλότερος σε σύγκριση με την περίπτωση του Σχεδίου Μετατρεψιμότητας, το οποίο σύναψε η Αργεντινή με τις ΗΠΑ. Η Αργεντινή ανέκαθεν διατηρούσε κεντρική τράπεζα, που μπορεί να τυπώσει χρήμα και είχε πολύ μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας από την Ελλάδα. Όταν οι πολίτες της χώρας σου έχουν ευρώ στις τσέπες τους και κάτω από το στρώμα τους, πώς να τους αναγκάσεις να τα αλλάξουν πάλι σε δραχμές; Για την Αθήνα, η πρώτη επιλογή είναι δυσχερής και δαπανηρή: θα μπορούσε να προκαλέσει άλλη μια τραπεζική κρίση, να πλήξει αρνητικά τους μισθούς, τις τιμές και τα επιτόκια, ενώ θα έπαυαν οι μεταβιβάσεις από την ΕΕ.
Η έξοδος από την ευρωζώνη συνεπάγεται την ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου. Αυτό θα σήμαινε άμεση έξοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο θα δημιουργούσε στην Ελλάδα πραγματικά δυσεπίλυτα προβλήματα από τη σκοπιά του διεθνούς εμπορίου. Όπως έπραξε η Αργεντινή, η Ελλάδα θα μπορούσε με μεγάλο κόπο να προσαρμόσει την οικονομία της σε ένα πραγματικά υποτιμημένο νόμισμα, και αντί της παραγωγής σόγιας να παρέχει τουριστικές υπηρεσίες. Θα πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα να παίρνονται οι αποφάσεις στην Αθήνα και το ίδιο στις Βρυξέλλες. Αν η Ελλάδα αποφασίσει να φύγει από την ΕΕ, αυτό ενδέχεται να είναι ένας τρόπος αποκατάστασης της λαϊκής κυριαρχίας. Ενώ αν οι Βρυξέλλες (ή το Βερολίνο) αποφάσιζαν, αυτό σημαίνει ότι η λιτότητα θα εξακολουθούσε να υφίσταται, η δε προτεραιότητα θα ήταν η αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους.
Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι η έξοδος από την ΕΕ μπορεί να αποτελέσει μακροπρόθεσμη λύση, πλην όμως, κατανοώ τα δημοκρατικά αιτήματα και οπωσδήποτε οι Έλληνες πολίτες πρέπει να αποφασίσουν για το δικό τους μέλλον. Στην Αργεντινή το 2001 το σύνθημα «ΔΝΤ έξω από δω» ήταν παντού. Και υπήρχε ένα πολιτικό κίνημα και κόμμα που απαιτούσε [λαϊκή] κυριαρχία και ο μόνος τρόπος ανάκτησης της ήταν με την κήρυξη στάσης πληρωμών.
Παρά ταύτα, νομίζω ότι το Μπουένος Αίρες δεν είχε καμία διαπραγματευτική δύναμη, ενώ οι Έλληνες πολίτες μπορούν να οικοδομήσουν αλληλεγγύη πανευρωπαϊκά για να αλλάξουν τη θέση τους. Βέβαια, το πρόβλημα εν προκειμένω είναι η έλλειψη πολιτικής ηγεσίας σε ολόκληρη την Ευρώπη και δεν πρόκειται μια τεχνοκρατική κυβέρνηση να προάγει τα κοινωνικά δικαιώματα και την κοινωνική ένταξη στην Ελλάδα, ενώπιον της Γερμανίας.
Η δεύτερη επιλογή είναι καταστροφική για όλους τους Ευρωπαίους. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν θα λειτουργήσει χωρίς το ευρώ. Η ζώνη του ενιαίου νομίσματος σημαίνει πολύ περισσότερα από μια ζώνη συνδεδεμένων νομισμάτων. Ωστόσο, ο φονταμενταλισμός των αγορών δεν μπορεί να αποτελεί το πρόταγμα για το ευρώ. Υπ’ αυτή την έννοια, η Πρόεδρος της Αργεντινής, η Cristina Fernandez, έλεγε στην τελευταία Διάσκεψη Κορυφής των 20 (G20) στους επιχειρηματίες ότι πρέπει να επιστρέψουμε στον καπιταλισμό, εγκαταλείποντας αυτόν τον άναρχο καπιταλισμό, όπου δεν υπάρχουν κανόνες και όπου οι χρηματαγορές κάνουν ό,τι θέλουν. Αυτό είναι ένα καλό βήμα τανγκό για να μάθει κανείς.
Η τρίτη επιλογή, για περισσότερη οικονομική διακυβέρνηση στην Ευρώπη, ίσως να αποτελεί τη μοναδική λύση. Τώρα, το ζήτημα δεν είναι περισσότερη οικονομική ολοκλήρωση, ναι ή όχι, το ζήτημα είναι τι είδους πολιτικές θα εφαρμόσουμε και ποιος θα αποφασίσει. Υπ’ αυτή την έννοια, η Ευρώπη ως έχει πρέπει να μάθει πώς να χορεύει τανγκό, πώς να σταματήσει την εξάρτηση από τις χρηματαγορές, πώς να προωθήσει την εγχώρια οικονομία και να δημιουργήσει απασχόληση. Η Ευρώπη δεν μπορεί να επιζήσει απλά ικανοποιώντας τις αδηφάγες χρηματαγορές.
Τέλος, θέλω να επισημάνω μια μεγάλη διαφορά. Η Ευρώπη δεν είναι μια περιφερειακή χώρα που πρέπει να προσαρμοστεί σε εξωγενή σοκ και στην εκάστοτε συγκυρία, όπως έπραξε η Αργεντινή. Η Ευρώπη, και η Ελλάδα ως μέλος της, καλείται να αντιμετωπίσει την πρόκληση και φέρει την ευθύνη να αναθεωρήσει την παγκόσμια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική και να αποφασίσει τον ρόλο που θέλει να διαδραματίσει η ΕΕ, έναντι των ΗΠΑ, της Κίνας και των άλλων αναδυόμενων χωρών. Η Ευρώπη πρέπει να σώσει τον εαυτό της, πρέπει όμως να το κάνει με το να σκέφτεται σε παγκόσμια κλίμακα, πιέζοντας για ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο του χρηματοοικονομικού τομέα.
Οι Έλληνες πολίτες πρέπει να επιζητήσουν την αλληλεγγύη πανευρωπαϊκά. Πρέπει να ανακτήσουμε τη λαϊκή ισχύ επί των αγορών, καθώς και πραγματικά δημοκρατικά ενωσιακά θεσμικά όργανα. Αυτή είναι η πρόκληση για τα κοινωνικά κινήματα και τις εργατικές ενώσεις, πρέπει όμως να σταματήσουμε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων «κεκλεισμένων των θυρών» μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Πρέπει να αναλάβουμε δράση και να διεκδικήσουμε όχι μόνο περισσότερη Ευρώπη, αλλά μια Κοινωνική Ευρώπη.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Γ.Γεωργόπουλος
* H Delfina Rossi είναι νεαρή ακαδημαϊκός και πράσινη ακτιβίστρια. Έχει πτυχίο με έπαινο στα Οικονομικά από το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και έκανε το Μεταπτυχιακό της πάνω στην Έρευνα στα Οικονομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο. Αυτή τη στιγμή εργάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τον Raül Romeva i Rueda, ο οποίος είναι Καταλανός ευρωβουλευτής και Αντιπρόεδρος της Ομάδας των Πρασίνων / Ευρωπαϊκής Ελεύθερης Συμμαχίας. Η Delfina ήταν επίσης συν-εκπρόσωπος Τύπου της Ομοσπονδίας Νέων Ευρωπαίων Πρασίνων (FYEG) κατά τη διάρκεια του 2010-2011. Έχει αργεντίνικη καταγωγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου